- κοντραμπάσο ή βαθύχορδο
- Έγχορδο μουσικό όργανο, το βαθύτερο σε ήχο και μεγαλύτερο σε διαστάσεις της οικογένειας του βιολιού. Συνήθως έχει τέσσερις χορδές (μι-λα-ρε-σολ) αλλά και τρεις (σολ-ρε-λα ή σολ-ρε-σολ ή λα-ρε-σολ) ή πέντε (ντο-μι-λα-ρε-σολ). Λόγω της ιδιαίτερης ομοιότητάς του με τη βιόλα αρχικά ονομαζόταν βιολόνε. Η καταγωγή του ανάγεται στο β’ μισό του 16ου αι., αλλά για δύο αιώνες και περισσότερο χρησιμοποιήθηκε μόνο για να ενισχύσει στη βαθύτερη όγδοη το μέρος των βιολοντσέλων στην ορχήστρα (διπλασιασμός του βασίμου). Οι ευρείες ηχοχρωματικές και τεχνικές δυνατότητές του αποκαλύφθηκαν τον 19ο αι. και από τότε το κ. κατέλαβε αυτόνομη θέση στην ορχήστρα. Ως σολιστικό όργανο χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά (1776) από τον Μότσαρτ στη Serenata notturna (Κ. 239) και αξιοποιήθηκε επιτυχώς από τους Μποκερίνι, Ροσίνι, Σούμπερτ, Ντβόρζακ και Στραβίνσκι (ο οποίος έχει συνθέσει το ιδιαίτερα αξιόλογο ντουέτο για κ. και τρομπόνι στο μπαλέτο Pulcinella). Ο Γκουνό έγραψε ένα Σκέρτσο για δύο κ. και ο Βέρντι στην τρίτη πράξη του Οθέλο συνοδεύει με ένα σόλο κ. την είσοδο του Μόρου που πλησιάζει τη Δεισδαιμόνα για να τη στραγγαλίσει. Στους πιο διάσημους δεξιοτέχνες του κ. συγκαταλέγονται ο Ιταλός Τζιοβάνι Μποτεζίνι (19oς αι.) και ο Ρωσοαμερικανός Σεργκέι Κουσεβίτσκι (20ός αι., ο οποίος ήταν γνωστός αρχιμουσικός). Εξάλλου, το κ. είναι βασικό όργανο της τζαζ μουσικής όπου παίζεται χωρίς δοξάρι και γίνεται ευρύτατη εκμετάλλευση του pizzicato. Διάσημος για τις άρτιες εκτελέσεις του στο κ. ήταν ο μουσικός της τζαζ Τσαρλς Μίνγκους.
Κοντραμπάσο σε ορχήστρα τζαζ.
Dictionary of Greek. 2013.